- σερβίρισμα
- το, Νη ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σερβίρω.[ΕΤΥΜΟΛ. < σερβίρω, κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρ-ισμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σερβίρισμα — το, ατος 1. προσκόμιση φαγητών ή ποτών. 2. μετάγγιση φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σερβιτόρος — ο, θηλ. σερβιτόρα και σερβιτόρισσα, Ν 1. υπάλληλος εστιατορίου, ζαχαροπλαστείου, καφενείου, που έργο του είναι το σερβίρισμα τών πελατών, γκαρσόνι 2. υπηρέτης οικίας που ασχολείται με το σερβίρισμα φαγητών και ποτών σε ένα γεύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αρχιτρίκλινος — ἀρχιτρίκλινος, ο (AM) ο συμποσίαρχος, ο επικεφαλής αυτών που έχουν αναλάβει την προετοιμασία και το σερβίρισμα σε συμπόσιο ή δείπνο … Dictionary of Greek
αυτοεξυπηρέτηση — η 1. μέθοδος κατά την οποία ο πελάτης εξυπηρετείται μόνος του σε ψώνια ή σερβίρισμα χωρίς να μεσολαβούν υπάλληλοι του καταστήματος 2. η ικανότητα του ατόμου να αυτοεξυπηρετείται στις άμεσες βιολογικές και βιοτικές του ανάγκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο* … Dictionary of Greek
δειπνοκλήτωρ — ( ορος), ο (Α) 1. αυτός που προσκαλεί σε δείπνο 2. αξιωματούχος τής περσικής αυλής που δοκίμαζε τα φαγητά και καθόριζε τη σειρά για το σερβίρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείπνον + κλήτωρ «αυτός που καλεί ή προσφέρει δείπνο»] … Dictionary of Greek
επιδορπισμός — ἐπιδορπισμός, ὁ (Α) η παράθεση, το σερβίρισμα επιδορπίων … Dictionary of Greek
θερμοχύτης — θερμοχύτης, ὁ (Α) δοχείο για σερβίρισμα θερμών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(o) * + χύτης (< χέω), πρβλ. επι χύτης, νερο χύτης] … Dictionary of Greek
κένωμα — το (ΑΜ κένωμα) [κενώ] 1. η κένωση, το άδειασμα 2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα νεοελλ. το άδειασμα τού μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα αρχ. 1. άδειο αγγείο 2. ιατρ. η κένωση 3. στον πληθ. τα κενώματα αυτά που… … Dictionary of Greek
κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα … Dictionary of Greek
κουβέρ — το 1. τραπεζομάντηλο μαζί με όλα τα επιτραπέζια σκεύη 2. το πάγιο ποσό με το οποίο χρεώνεται σε εστιατόριο το σερβίρισμα κάθε πελάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. couvert < μσν. γαλλ. couvert < αρχ. γαλλ. covert, couvert, παθητ. μτχ. τού ρ. covrir,… … Dictionary of Greek